- προανασκευάζω
- ΜΑ [ἀνασκευάζω]μσν.ανασκευάζω προκαταβολικάαρχ.μέσ. προανασκευάζομαιπροετοιμάζομαι («πάντα τῶν περὶ Ἀντίγονον προανασκευασαμένων», Ιώσ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προεξελέγχω — Α προανασκευάζω, αναιρώ εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐξελέγχω «κάνω λεπτομερή έλεγχο, αναιρώ, ανασκευάζω»] … Dictionary of Greek